Ἑλένη , δασύτονο, ετυμολογία από τη λέξη ἑλάνη (= λαμπάδα), κατά τον Ησύχιο.
Γέλαν (= αυγήν ηλίου) – γελεῖν (= λάμπειν, ἀνθεῖν) (αναφέρονται επίσης από τον Ησύχιο), όπου το γ αποτελεί είτε παραφθορά είτε μετάπλαση του δίγαμμα F .
Βέλα (= ήλιος και αυγή) – βελάσσεται (= ηλιωθήσεται), δωρική γλώσσα (που διασώζει ο Ησύχιος), όπου το β αποτελεί παραφθορά του δίγαμμα F στη λακωνική δωρική ..